ζηλευτός

ζηλευτός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που αξίζει να τον ζηλέψει κανείς: Ζηλευτή θέση. – Ζηλευτή ζωή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ζηλευτός — ή, ό [ζηλεύω] αξιοζήλευτος, εξαίρετος …   Dictionary of Greek

  • πολυζήλευτος — η, ο, Ν εκείνος που τόν ζηλεύουν πολύ, που έχει πολλά προτερήματα, πολύ ζηλευτός («και χώρα πολυζήλευτος με το πολύν λογάριν», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ζηλευτός (< ζηλεύω), πρβλ. αξιο ζήλευτος] …   Dictionary of Greek

  • -τος — παραγωγική κατάληξη επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη to , θεματική μορφή τής επέκτασης t (πρβλ. αρχ. ινδ. crutas, αβεστ. sruta , λατ. in clutus, ελλ. κλυτός). Η κατάληξη τος απαντά κυρίως …   Dictionary of Greek

  • αξιοζήλευτος — η, ο εκείνος που αξίζει να τον ζηλεύει ή να τον θαυμάζει κανείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < άξιος + ζηλευτός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγέλου Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • ζηλεύω — και ζουλεύω (AM ζηλεύω) [ζήλος II] μιμούμαι με ζήλο, με προθυμία νεοελλ. 1. (ιδίως για συζύγους) αισθάνομαι ζηλοτυπία, ανησυχώ για τη συζυγική πίστη 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) ζηλεμένος, η, ο ζηλευτός, ακουστός, ξακουστός («μια βοσκοπούλα αγάπησα,… …   Dictionary of Greek

  • λιμπιστός — ή, ό [λιμπίζομαι] αυτός που προκαλεί σφοδρή επιθυμία, λαχταριστός, ζηλευτός, ποθητός …   Dictionary of Greek

  • μακαριστός — μακαριστός, ή, όν (AM) [μακαρίζω] αυτός που θεωρείται μακάριος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ μακαριστόν μακαρισμός, καλοτύχισμα αρχ. ζηλευτός, ποθητός. επίρρ... μακαριστῶς (Α) με μακαριστό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • παναρίζηλος — παναρίζηλος, ον (Α) πάρα πολύ αξιοζήλευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀρίζηλος «υπερβολικά ζηλευτός»] …   Dictionary of Greek

  • περίζηλος — η, ο / περίζηλος, ον, ΝΜΑ πολύ ζηλευτός, πολύ αξιόλογος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ζῆλος «ζήλεια»] …   Dictionary of Greek

  • χορευτά — Ν επίρρ. κατά τρόπο χορευτικό, με ρυθμό («περπατούσε χορευτά»). [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από το ρ. χορεύω, μέσω ενός αμάρτυρου ρηματικού επιθ. *χορευτός (πρβλ. ζηλευτός: ζηλευτά)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”